παραγράφω

παραγράφω
ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ακυρώνω το δικαίωμα αγωγής ή μήνυσης ή διαγράφω αδίκημα λόγω εκπνοής τής καθορισμένης από τον νόμο προθεσμίας
2. γράφω πολύ, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από τις δυνάμεις μου
3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παραγεγραμμένος, -η, -ο
αυτός για τον οποίο επήλθε παραγραφή, που δεν μπορεί πια να διωχθεί εξαιτίας τής παρόδου τού καθορισμένου από τον νόμο χρονικού διαστήματος («το αδίκημά του θεωρείται πια παραγεγραμμένο»)
αρχ.
1. γράφω στα πλάγια, παραπλεύρως
2. προσθέτω
3. επισυνάπτω διάταξη σε νόμο ή σε συμβόλαιο
4. πλαστογραφώ
5. καταγράφω χρέος ή εγγύηση στο όνομα κάποιου
6. παρεμβάλλω κάτι σε χειρόγραφο
7. διατυπώνω με διαφορετικές λέξεις αυτά που έγραψε άλλος, παραφράζω
8. μιμούμαι
9. τελειώνω, ολοκληρώνω τον λόγο μου
10. (μέσ. και παθ.) παραγράφομαι
α) σημειώνομαι με παράγραφο
β) εισάγω ψευδή κατηγορία
γ) κάνω αίτηση για αναβολή ή παράταση τής δίκης
δ) βάζω να αντιγραφεί κάτι
ε) σύρω, τραβώ γραμμή πάνω από κάτι
στ) μτφ. i) διαγράφω, εξαλείφω
ii) λησμονούμαι
11. φρ. α) «παραγράφω ὑποκάτω» — υποσημειώνω
β) «παραγράφομαι τον νόμον» — γράφω τον νόμο ή ενεργώ ώστε να γραφεί σε στήλες παράλληλες προς το ψήφισμα το οποίο κατηγορώ ως παράνομο
γ) «παραγράφομαί τινα διαιτητήν» — εγγράφω κάποιον ως διαιτητή σε ειδικό βιβλίο
δ) «παραγραφὴν παραγράφομαι» — εγείρω ενστάσεις σχετικά με την αγωγή ως απαράδεκτη
12. (κατά τον Φώτ.) α) «ἀπορρίπτω»
β) «ἐξασθενῶ, παραιτοῡμαι, ἀποβάλλομαι».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραγράφω — 1 παρέγραψα βλ. πίν. 13 2 παράγραψα βλ. πίν. 13 Σημειώσεις: παραγράφω : η έννοια διαφοροποιείται ανάλογα με το σχηματισμό του αορίστου. Με αόρ. παρέγραψα (πρόθ. παρά) έχει την έννοια του καταργώ (συνέπειες αδικήματος κτλ.). Με αόρ. παράγραψα… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραγράφω — παράγραφος line fem nom/voc/acc dual παράγραφος line fem gen sg (doric aeolic) παραγράφω write by the side pres subj act 1st sg παραγράφω write by the side pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγράφω — παράγραψα, παραγράφτηκα, παραγραμμένος, ακυρώνω δικαίωμα ή ματαιώνω συνέπεια αδικήματος, γιατί πέρασε πολύ χρόνος: Τα περισσότερα πειθαρχικά αδικήματα παραγράφονται δύο χρόνια ύστερα από τη μέρα που διαπράχτηκαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγράφῳ — παράγραφος line fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγεγραμμένα — παραγράφω write by the side perf part mp neut nom/voc/acc pl παραγεγραμμένᾱ , παραγράφω write by the side perf part mp fem nom/voc/acc dual παραγεγραμμένᾱ , παραγράφω write by the side perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγράφεσθε — παραγράφω write by the side pres imperat mp 2nd pl παραγράφω write by the side pres ind mp 2nd pl παραγράφω write by the side imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγράφῃ — παραγράφω write by the side pres subj mp 2nd sg παραγράφω write by the side pres ind mp 2nd sg παραγράφω write by the side pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγράψω — παραγράφω write by the side aor subj act 1st sg παραγράφω write by the side aor ind mid 2nd sg (epic ionic) παραγράφω write by the side fut ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγεγραμμένον — παραγράφω write by the side perf part mp masc acc sg παραγράφω write by the side perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγεγραμμένων — παραγράφω write by the side perf part mp fem gen pl παραγράφω write by the side perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”